δυσαρμονία

δυσαρμονία
η
1. έλλειψη αρμονίας, ασυμφωνία
2. το σύνολο τών διαταραχών που επέρχονται στη λειτουργία ορισμένων υγιών οργανισμών συστημάτων επειδή είναι συνδεδεμένα με άρρωστα όργανα ή οργανικά συστήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσαρμονικός — ή, ό(ν) αυτός που βρίσκεται σε δυσαρμονία ή προκαλεί δυσαρμονία …   Dictionary of Greek

  • αναρμοστία — η (Α ἀναρμοστία) [ανάρμοστος] 1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος 2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία …   Dictionary of Greek

  • ανορθογραφία — η 1. ορθογραφικό σφάλμα 2. η ιδιότητα ή το ελάττωμα του ανορθόγραφου 3. μτφ. δυσαρμονία, παρατυπία, ασχήμια. [ΕΤΥΜΟΛ. ανορθόγραφος. Η λ. στον πληθ. ανορθογραφίαι, αι μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • απέμφασις — ἀπέμφασις, η (Α) ασυμφωνία, δυσαρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + έμφασις] …   Dictionary of Greek

  • αρμονία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφή του Φόβου και του Δείμου, σύζυγος του Κάδμου. Στον πανηγυρισμό του γάμου της, τον υμέναιο έψαλαν οι ίδιες οι Μούσες και ήταν παρόντες όλοι οι θεοί του Ολύμπου, που έφεραν πλούσια και… …   Dictionary of Greek

  • ασυνάρμοστος — ἀσυνάρμοστος, ον (Α) [συναρμόζω] 1. ανάρμοστος, αταίριαστος 2. το ουδ. ως ουσ. «το ασυνάρμοστον» η ασυμφωνία, η δυσαρμονία …   Dictionary of Greek

  • ασυνέπεια — η 1. έλλειψη λογικού ειρμού στη σκέψη, την έκφραση ή στις πράξεις, ανακολουθία 2. η αντίθεση, η δυσαρμονία των λόγων ή των αρχών ενός ατόμου ή αυτών και των πράξεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνέπεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Δ. Ι.… …   Dictionary of Greek

  • δυσαρμοστία — δυσαρμοστία, η (Α) δυσαρμονία …   Dictionary of Greek

  • εκμέλεια — ἐκμέλεια, η (Α) 1. παραφωνία, κακοφωνία 2. αρρυθμία, δυσαρμονία 3. αδιαφορία, αμέλεια …   Dictionary of Greek

  • ηβηφρενία — η ιατρ. βαριά μορφή σχιζοφρένιας που προσβάλλει κυρίως τους εφήβους, χαρακτηρίζεται προ παντός από δυσαρμονία τών ψυχικών λειτουργιών και οδηγεί σιγά σιγά σε διανοητική εξασθένηση και άνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hebephrenia <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”